ακροπόδιον

ακροπόδιον
το подошва

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ακροπόδιον" в других словарях:

  • ἀκροπόδιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροποδίου — ἀκροπόδιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροποδίων — ἀκροπόδιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροποδίῳ — ἀκροπόδιον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρόπους — ἀκρόπους ( οδος), ο (Α) το άκρο τού ποδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + πούς η λ. αντί τού ἄκρος πούς, πρβλ. και ἀκρόχειρ. ΠΑΡ. ἀκροπόδιον] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»